- εφένδης
- και εφέντης, ο (Μ ἐφένδης)1. τίτλος Τούρκων και Αιγυπτίων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων2. τίτλος τών Τούρκων, ιδίως, αυτοκρατορικών πριγκίπων3. τιμητική προσωνυμία που χρησιμοποιείται από τους Τούρκους αντίστοιχη με το ελληνικό «κύριος».[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. (πρβλ. τουρκ. efendi < ελλ. αφέντης*)].
Dictionary of Greek. 2013.